νεογραμματικός

νεογραμματικός
-ή, -ό
γλωσσ.
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους νεογραμματικούς και στην κίνησή τους
2. το αρσ. ως ουσ. οι νεογραμματικοί
ομάδα και κίνηση Γερμανών φιλολόγων και γλωσσολόγων τού 19ου αιώνα που η κύρια αντίληψή τους συνοψιζόταν στην αρχή ότι οι φωνητικοί νόμοι στη γλώσσα ισχύουν παντού χωρίς καμία εξαίρεση.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”